- πλοκαί
- πλοκήtwiningfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
плетение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. πλοκή) плетение; плетения словес (πλοκαὶ τῶν λίγων)… … Словарь церковнославянского языка
σχεδουργικός — ή, όν, Μ [σχεδουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχεδουργό («σχεδουργικῶν λαβυρίνθων πλοκαί», παροιμ. φρ. στον Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
τάργανον — (I) τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα ανον (πρβλ. ξό ανον). Η σύνδεση τής λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από … Dictionary of Greek
tu̯er-2 : tur-, tu̯erǝ- — tu̯er 2 : tur , tu̯erǝ English meaning: to grab, to enclose Deutsche Übersetzung: “fassen, einfassen, einzäunen” Material: Gk. σειρά:, ep. Ion. σειρή f. “rope, cable, band, strap” (*tu̯eri̯ü), παρά σειρος (ἵππος) “Handpferd”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary